σακχαροποιός

σακχαροποιός
ο сахаровар

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σακχαροποιός" в других словарях:

  • σακχαροποιός — ο, Ν ο ζαχαροποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρις + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ι. Βαλέτα, Ιήτη] …   Dictionary of Greek

  • σακχαροποιία — η, Ν η ζαχαροποιία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακχαροποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Β. Π. Καλογερόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • σακχαροποιώ — έω, Ν [σακχαροποιός] μετατρέπω κάτι σε ζάχαρη μετά από σχετική κατεργασία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»